ἐντέρῳ

ἐντέρῳ
ἔντερον
piece of the guts
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐντέρω — ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc dual ἔντερον piece of the guts neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέρωι — ἐντέρῳ , ἔντερον piece of the guts neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”